ἡμερώσῃ

ἡμερώσῃ
ἡμερώσηι , ἡμέρωσις
a taming
fem dat sg (epic)
ἡμερόω
tame
aor subj mid 2nd sg
ἡμερόω
tame
aor subj act 3rd sg
ἡμερόω
tame
fut ind mid 2nd sg
ἡμερόω
tame
futperf ind mp 2nd sg
ἡμερόω
tame
futperf ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ημέρωση — η (AM ἡμέρωσις) [ημερώνω] η εξημέρωση, το ημέρωμα αρχ. 1. (για γη) καλλιέργεια («αἱ ἐξημερώσεις καὶ αἱ κοπρίσεις», Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) εξευγενισμός («ἀνθρώπων ἡμερώσεις», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ημέρωση — η ημέρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡμερώση — ἡμέρωσις a taming fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράυνση — η κατευνασμός, γαλήνεψη, ημέρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”